πεζογραφικός

πεζογραφικός
η , ό[ν] прозаический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεζογραφικός" в других словарях:

  • πεζογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζογράφο ή στην πεζογραφία. επίρρ... πεζογραφικώς με πεζογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Χ. Παμπούκη] …   Dictionary of Greek

  • πεζογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πεζογραφία ή τον πεζογράφο: Πεζογραφική παραγωγή έργων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»